- Ἀγαπητῶν
- Ἀγαπητόςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγαπητῶν — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem gen pl ἀγαπητός that wherewith one must be content masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφούλης — και αδερφούλης, ο (θηλ. ούλα) [αδελφός] 1. μικρός αδελφός ή αδελφή 2. ο αδελφός ή η αδελφή οποιασδήποτε ηλικίας, χαϊδευτικά 3. ως προσφώνηση αγαπητών και φιλικών προσώπων «αδελφούλη (μου)!», «αδελφούλα (μου)!» … Dictionary of Greek
αφιλία — η (AM ἀφιλία) η έλλειψη φίλων ή αγαπητών προσώπων … Dictionary of Greek
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek
Έλγκαρ, Έντουαρντ — (Sir Edward Elgar, Μπρόουντχιθ 1857 – Γούστερ 1934). Άγγλος συνθέτης. Ο οργανίστας πατέρας του τον παρότρυνε να σπουδάσει μουσική. Έμαθε να παίζει πολλά όργανα και για ένα χρονικό διάστημα διηύθυνε μια μουσική μπάντα. Η πείρα που απέκτησε του… … Dictionary of Greek
Λύσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Σικυώνιος χαλκοπλάστης. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή του. Υπήρξε ο ευνοούμενος γλύπτης και ο επίσημος ανδριαντοποιός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από τα πολυάριθμα χάλκινα έργα του (ο Πλίνιος αναφέρει 1.500) δεν έχουν… … Dictionary of Greek